- λιπάδελφος
- λῐπάδελφος [ᾰ], ον,A brotherless, Epigr.Gr.241.9 ([place name] Smyrna).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπάδελφος — λιπάδελφος, ον (Α) αυτός που δεν έχει αδελφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ἀδελφός] … Dictionary of Greek
λιπάδελφος — brotherless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek